- διοικώ
- (AM διοικῶ, -έω) [οικώ]1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι2. επαρκώ, φτάνωαρχ.-μσν.είμαι επίτροποςμσν.1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου2. (για φατρίες τού Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνοςαρχ.1. διατηρώ, συντηρώ οίκο, σπίτι2. ρυθμίζω ως αντιπρόσωπος3. μέσ. κυβερνώ σύμφωνα με τη θέληση και τις επιθυμίες μου4. προνοώ, προμηθεύω, εξοικονομώ5. (για κόρη) τακτοποιώ, αποκαθιστώ6. εκμισθώνω αγρό, καλλιεργώ7. (για τροφή) χωνεύω8. κατατάσσω την ύλη τού λόγου9. κατοικώ χωριστά10. τρέφω, συντηρώ11. καταγράφω σε λογιστικά βιβλία12. φρ. «διοικῶ πρός τινα» — έρχομαι σε συνεννόηση, σε συμφωνία με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.